του Αργύρη Αργυριάδη*
Από 1η Ιανουαρίου 2021 τίθεται σε ισχύ ένα πλέγμα διατάξεων που επαναρρυθμίζουν το δίκαιο αφερεγγυότητας. Από τις πολλές νέες διατάξεις που εισάγει ο νέος Κώδικας Αφερεγγυότητας (Ν. 4738/2020) η πιο ενδιαφέρουσα είναι η ουσιαστική, πλέον, παροχή δυνατότητας στους οφειλέτες να επιτύχουν την εν συνόλω διαγραφή των οφειλών τους και να κάνουν ένα νέο ξεκίνημα.
Το ζήτημα της ολικής απαλλαγής ενός οφειλέτη από τα χρέη του δεν αποτελεί καινοφανή εξέλιξη. Αντίστοιχες νομοθετικές πρωτοβουλίες υπήρξαν από την εποχή των Βαβυλωνίων, ενώ στην Αρχαία Ελλάδα συναντάμε τον όρο «σεισάχθεια», δηλαδή τη νομοθετική πρωτοβουλία του Σόλωνα, δυνάμει της οποίας φτωχοί πολίτες της Αθήνας απαλλάχθηκαν από τα χρέη τους, με παράλληλη κατάργηση της ποινής στέρησης της προσωπικής τους ελευθερία. Εδώ και πολλές δεκαετίες απαντάται στα περισσότερα σύγχρονα κράτη. Μια πρώτη ενσωμάτωση στο Ελληνικό Δίκαιο υπήρξε πρόσφατα υπό τον προγενέστερο Πτωχευτικό Κώδικα, μετά την τροποποίηση που επέφερε ο Ν. 4446/2016, αλλά τα ελληνικά δικαστήρια υπήρξαν ιδιαίτερα φειδωλά στην εφαρμογή του.
Ο νομοθέτης για να υπερκεράσει την ανωτέρω εφεκτικότητα των δικαστών αλλά και για να αποφορτίσει τα δικαστήρια προβλέπει την αυτοδίκαιη (δηλαδή άνευ δικαστικής απόφασης ή άλλων διατυπώσεων) απαλλαγή του οφειλέτη μετά την πάροδο τριών ετών από την κήρυξη της πτώχευσής του. Επιπροσθέτως, το ανωτέρω προνόμιο (της διαγραφής των χρεών) δεν απολαμβάνουν πλέον μόνον οι έμποροι, αλλά κάθε οφειλέτης φυσικό πρόσωπο. Ακόμη και οι νόμιμοι εκπρόσωποι εταιριών για τα χρέη που δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο λειτουργίας των επιχειρήσεών τους. Η προσωπική ευθύνη των εκπροσώπων νομικών προσώπων – η οποία δεν συναντάται στα περισσότερα σύγχρονα κράτη – αποδείχθηκε στην πράξη ότι λειτουργεί ανασχετικά για την επιχειρηματικότητα, ενώ αποτρέπει ικανούς διαχειριστές από την ανάληψη της διαχείρισης επιχειρήσεων που βρίσκονται σε δυσχερή οικονομική κατάσταση. Στην περίπτωση αυτή, όμως, το εύρος διαγραφής των χρεών περιορίζεται χρονικά καθόσον το απώτατο χρονικό διάστημα δημιουργίας των υπό διαγραφή οφειλών μπορεί να φθάσει – υπό προϋποθέσεις – μέχρι τα πέντε έτη πριν την κήρυξη της πτώχευσης.
Από το πρώτο σχέδιο του νέου Κώδικα μέχρι την τελική μορφή του υπήρξαν αρκετές αλλαγές, ώστε να διευρυνθεί κυρίως το χρονικό πλαίσιο των υπό διαγραφή οφειλών στην περίπτωση των νομίμων εκπροσώπων, αλλά και ταυτόχρονα να περιοριστούν οι εξαιρέσεις εκείνες που θα καθιστούσαν τη διαγραφή «δώρον – άδωρον». Έτσι, για πρώτη φορά στην περίμετρο των υπό διαγραφή οφειλών εντάσσονται οφειλές προς το Δημόσιο και τον ΕΦΚΑ, όπως επίσης και οφειλές από ακάλυπτες επιταγές. Προφανώς εντάσσονται πάσης φύσεως δάνεια (τοκοχρεωλυτικά, αλληλόχρεοι λογαριασμοί, leasing κ.λπ.). Ευλόγως εξαιρούνται οφειλές που δημιουργήθηκαν μετά την υποβολή της αίτησης πτώχευσης, όπως και οφειλές που απορρέουν από δόλο ή βαρεία αμέλεια που προκάλεσε θάνατο ή σωματική βλάβη προσώπου, οφειλές από αξίωση διατροφής και οφειλές από αδικήματα που τυποποιούνται στις διατάξεις της νομοθεσίας «περί νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες».
Βασική προϋπόθεση για να επιτευχθεί η ανωτέρω αυτοδίκαιη απαλλαγή είναι να μην αμφισβητηθεί δικαστικώς εντός της προβλεπόμενης τριετίας από κάποιον πιστωτή η δυνατότητα απαλλαγής. Για το βάσιμο ή μη της ανωτέρω αμφισβήτησης θα αποφασίσει το πτωχευτικό δικαστήριο, ενώ οι λόγοι άρσης της δυνατότητας απαλλαγής περιορίζονται στη διαπίστωση δόλιας περιέλευσης του πιστωτή σε κατάσταση αδυναμίας εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεών του, στην επίδειξη κακής πίστης μετά την πτώχευση και τη μη συνεργασία του με τα όργανα της πτώχευσης, τη δόλια απόκρυψη εισοδημάτων και περιουσίας ή τη διάπραξη ποινικώς κολάσιμων πράξεων ιδιαίτερης απαξίας (όπως κακουργηματική κλοπή, απάτη, υπεξαίρεση, καταδολίευση δανειστών) και ειδικών ποινικών πτωχευτικών αδικημάτων (χρεοκοπία, ευνοϊκή μεταχείριση πιστωτή).
Η απαλλαγή του οφειλέτη δεν σημαίνει ότι του χαρίζεται περιουσία. Αντιθέτως, η τελευταία θα ρευστοποιηθεί για να ικανοποιηθούν οι πιστωτές του. Η απαλλαγή του οφειλέτη έχει σκοπό να του δώσει δεύτερη ευκαιρία (fresh start) να αποκτήσει νέα περιουσιακά στοιχεία στο μέλλον, δίχως εσαεί να είναι δέσμιος των πιστωτών του. Η παροχή δεύτερης ευκαιρίας σε ατυχήσαντες οφειλέτες πέραν της επιείκειας της έννομης τάξης προς αυτούς, εξυπηρετεί και την εθνική οικονομία, αφενός επειδή διευκολύνει την ανάληψη επιχειρηματικών κινδύνων και αφετέρου επειδή επιτρέπει στα υπερχρεωμένα πρόσωπα να έχουν κίνητρα να εργαστούν και να δημιουργήσουν νέα περιουσία. Όταν δεν υπάρχει δυνατότητα των υπερχρεωμένων προσώπων να απαλλαγούν από τα χρέη τους, αυτά οδηγούνται στην παραοικονομία προς βλάβη του κοινωνικού συνόλου, ενώ υπονομεύεται οποιαδήποτε κουλτούρα πληρωμών («ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται»).
Λαμβάνοντας υπόψη ότι μετά την πανδημική κρίση του κορωνοϊού, το ιδιωτικό χρέος (δηλαδή οι οφειλές επιχειρήσεων και νοικοκυριών) σε Δημόσιο, ΕΦΚΑ και χρηματοδοτικούς οργανισμούς αναμένεται να υπερβεί τα 250 δις ευρώ, καθίσταται σαφές ότι αποτελεί αδήριτη ανάγκη η ριζική αντιμετώπιση του προβλήματος, ώστε ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού να επανέλθει εμφανώς στην παραγωγική διαδικασία για να συμβάλει στη νέα αναπτυξιακή πορεία που έχει ανάγκη η χώρα.
* Δικηγόρου Παρ’ Αρείω Πάγω – Διαπιστευμένου Διαμεσολαβητή & Διαχειριστή Αφερεγγυότητας