Του Γεωργίου Παπασίμου
Με αφορμή το πρόσφατο άρθρο του καθηγητή Π. Ιωακειμίδη, συμβούλου του ΕΛΙΑΜΕΤ, ο οποίος προτείνει την σύμπραξη της Ελλάδος με την Τουρκία, ως τη λύση έναντι του τουρκικού μεγαλοιδεατισμού (!), άποψη που αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου των αντιλήψεων των ελληνικών φοβικών ελίτ έναντι της τουρκικής επιθετικότητας, επανέρχεται στο προσκήνιο το μείζον ζήτημα της αντιμετώπισης από τον Ελληνισμό της δομικής τουρκικής απειλής, που απειλεί μακροπρόθεσμα τη χώρα μας με το ιδιότυπο καθεστώς της φιλανδοποίησης.
Παρά τη σχετική νηνεμία επί του πεδίου οι «Ηρακλείς του Στέμματος Ερντογάν» (Ακάρ, Τσαβούσογλου) φροντίζουν καθημερινά να εκτοξεύουν απειλές κατά της χώρας μας, με τις πιο πρόσφατες του μεν Ακάρ να δηλώνει «θα φτάσουμε στο Καστελόριζο κολυμπώντας» και του Τσαβούσογλου ότι η μη αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου σημαίνει και ακύρωση της κυριότητας τους από την Ελλάδα!
Αποδείχθηκε εκ των πραγμάτων, ότι σε αυτή την κρίσιμη και ρευστή συγκυρία οι δύο οντότητες του Ελληνισμού στην ευρύτερη περιοχή, Ελλάδα και Κύπρος, αποτελούν τον μεγάλο αντίπαλο της τουρκικής μεγαλομανίας και της λειτουργίας της ως περιφερειακής υπερδύναμης, που επιδιώκει να συνομιλεί με ίσους όρους με τους ηγέτες των μεγάλων πολων του πλανήτη και να επεμβαίνει παντού (από τον Καύκασο ως τη Βόρεια Αφρική). Παρά τις δραματικές υποχωρήσεις της Ελλάδος σε όλα τα επίπεδα, κατά την περίοδο του μνημονιακού οδοστρωτήρα, την κατάρρευση της αμυντικής βιομηχανίας και τον ελλιπέστατο για μια δεκαπενταετία σχεδόν, εξοπλισμό των ενόπλων δυνάμεων η Ελλάδα παραμένει ισχυρός αντίπαλος του στρατιωτικου-πολιτικού τουρκικού καθεστώτος. Αυτή η αλήθεια όμως δεν είναι κατανοητή από τις ελληνικές ελίτ που κυριαρχούνται από το φοβικό σύνδρομο έναντι της Άγκυρας και ασκούνται στο κατευνασμό βολευόμενοι σε ψευδαισθήσεις του τύπου ότι η Ε.Ε. και οι δυτικοί σύμμαχοι μας (ΗΠΑ) θα μας υπερασπιστούν έναντι της τουρκικής απειλής για τα δίκαια μας με βάση το Διεθνές Δίκαιο.
Στο σημείο αυτό εδράζεται ο μεγάλος κίνδυνος για τον Ελληνισμό προκειμένου να αποφύγει τη μετατροπή του σε χειραγωγούμενο δορυφόρο της Άγκυρας. Γι’ αυτό απαιτείται άμεσα τη συγκρότηση συνεκτικής εθνικής στρατηγικής μακράς πνοής για την επιβίωση του Ελληνισμού τις επόμενες δεκαετίες. Είναι αλήθεια ότι από το 2020 λόγω της ωμής προκλητικής τουρκικής επιθετικότητας υπήρξε ενστικτωδώς κινητικότητα στην εξωτερική πολιτική, καθώς και κάλυψη μέρους των ελλειμμάτων στον εξοπλισμό των ενόπλων δυνάμεων με αποκορύφωμα την εξ αντανακλάσεως θετική αμυντική συνεργασία με τη Γαλλία λόγω της προηγηθείσας συμφωνίας AUKUS.
Πλην όμως αυτές οι θετικές ψηφίδες δεν επαρκούν και δεν καλύπτουν τον αναγκαίο και επιθυμητό στόχο που είναι μια ισχυρή εθνική στρατηγική μακροπρόθεσμης αποτροπής του τουρκικού κινδύνου για την Ελλάδα και την Κύπρο, 200 χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου για την ανεξαρτησία της Ελλάδος από τον οθωμανικό ζυγό.
Και αυτό γιατί έχει καταδειχθεί πλέον με καθαρό τρόπο ότι η τουρκική απειλή είναι δομική και όχι ευκαιριακή, οφειλόμενη στο προσωποπαγές ισλαμο-εθνικιστικό καθεστώς Ερντογάν, αφού ο στρατηγικός στόχος της Τουρκίας διαχρονικά είναι ο διαμοιρασμός του Αιγαίου μέσω της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών αυτού και η υφαρπαγή τεράστιων θαλάσσιων εκτάσεων στην Ανατολική Μεσόγειο που ανήκουν με βάση το Διεθνές Δίκαιο στην Ελλάδα και την Κύπρο, έχοντας σημαντικές ποσότητες υδρογοναθράκων μέσω του παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου και του τουρκο-κυπριακου ψευδοκράτους στο κατεχόμενο βόρειο τμήμα της Μεγαλονήσου.
Απέναντι σε αυτόν τον πρόδηλο και διαρκή τουρκικό κίνδυνο, ανεξαρτήτως αν επιβιώσει το καθεστώς Ερντογάν ή το διαδεχθεί το νέο-κεμαλικό καθεστώς δεδομένου και του χαϊδέματος της Τουρκίας από την Ε.Ε. (πλην Γαλλίας), αλλά και εν τέλει και των ΗΠΑ, που δεν θέλουν να ξεφύγει το Τουρκικό «οικόπεδο» από την επιρροή τους, η Ελλάδα και η Κύπρος οφείλουν από κοινού να συγκροτήσουν άμεσα μια ισχυρή εθνική στρατηγική για την επιβίωση του Ελληνισμού, η οποία θα πρέπει να περιλαμβάνει τους εξής άξονες:
Πρώτον, την ενεργή και πολύπλευρη εξωτερική πολιτική προκειμένου να αξιοποιηθούν τα εσωτερικά προβλήματα και οι αντιφάσεις της γείτονος χώρας, σε συνδυασμό με τις οξύτατες γεωπολιτικές συγκρούσεις των μεγάλων πλανητικών πόλων στην ευρύτερη περιοχή της Λεκάνης της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, αναδεικνύοντας έτσι το σημαντικό γεωπολιτικό αποτύπωμα της χώρας μας. Αυτό απαιτεί την καλλιέργεια ιδιαίτερων συμφωνιών με όλους τους σημαντικούς παγκόσμιους πόλους (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα). Απαιτεί ακόμα την σκλήρυνση της ελληνικής θέσεως εντός της Ε.Ε. για εφαρμογή λήψεως κυρώσεων έναντι των τουρκικών παραβιάσεων, καθώς και την πίεση για την απαγόρευση πώλησης οπλικών συστημάτων από τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Ισπανία, Γαλλία)
Παράλληλα με τα παραπάνω η Ελλάδα οφείλει να προχωρήσει των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια σε όλες τις ελληνικές θάλασσες και να καλέσει την Τουρκία για οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, που αποτελεί τη μοναδική διαφορά μεταξύ των δύο χωρών, προαναγγέλλοντας και τη δική της κόκκινη γραμμή απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα και πειρατεία.
Δεύτερον, την ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων σε ανθρώπινο υλικό και όπλα, αφού κατά την προηγούμενη δεκαετία του μνημονιακού οδοστρωτήρα υπήρξε πλήρης εγκατάλειψη. Η ουσιαστική στρατιωτική ενίσχυση θα πρέπει να γίνει με «έξυπνα όπλα» χαμηλού κόστους, αξιοποιώντας την δομή του έξω από τον προκαθορισμένο προσανατολισμό της βορειοανατολικής συμμαχίας, που έχει μετατρέψει τον ελληνικό στρατό σε εργαλείο του νατοϊκού σχεδιασμού. Είναι προφανές ότι η Ελλάδα πρέπει να αξιοποιήσει την αρχιπελαγική δομή του Αιγαίου με την ενίσχυση των ελληνικών νησιών με σύγχρονα πυραυλικά συστήματα αντιπρόσβασης έτσι ώστε να μετατραπεί το Αιγαίο σε μια μεγάλη αποτρεπτική «ομπρέλα» απέναντι στους διακηρυγμένους στόχους των μιλιταριστών της Άγκυρας. Αυτό ακριβώς επιδιώκει να υπονομεύσει η Τουρκία θέτοντας ως πρώτο στόχο της την αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών.
Τρίτον, την άμεση υλοποίηση του ενιαίου αμυντικού δόγματος Ελλάδος – Κύπρου, που ξεκίνησε στη δεκαετία του ’80 από τον Ανδρέα Παπανδρέου και εγκαταλείφθηκε στη συνέχεια μετά την ακύρωση της εγκατάστασης των S-300 στη Κύπρο, κάτι που δίνει την αίσθηση στη Τουρκία ότι μπορεί να δρα όπως νομίζει στη Μεγαλόνησο. Η αμυντική προστασία της Κύπρου, αλλά και οι δυνατότητες αποκατάστασης της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας σε όλο το νησί, πρέπει να αποτελέσει κυρίαρχο στοιχείο της συνολικής ελληνικής αποτρεπτικής στρατιωτικής ισχύος της στην ευρύτερη περιοχή.
Τέταρτον, την ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση της Ελλάδας, με χτύπημα του έντονου παρασιτισμού της οικονομικής ολιγαρχίας. Η χώρα δε μπορεί να συνεχίζει αμέριμνα την πορεία της χωρίς παραγωγική βάση και με κυρίαρχο στοιχείο τον παρασιτικό καταναλωτισμό και τη σταθερή γιγάντωση του «αδηφάγου» πελατειακού κράτους. Χωρίς ριζική αλλαγή – ανατροπή αυτού του χρεοκοπημένου νεοελληνικού οικονομικού – πολιτικού «παρασιτισμού», οι κίνδυνοι που την περιμένουν είναι πολύ μεγάλοι. Βασικός πυρήνας της παραγωγικής ανασυγκρότησης αποτελεί η αναγκαία αναγέννηση της αμυντικής βιομηχανίας, η οποία δυστυχώς με εγκληματικές ευθύνες του πολιτικού συστήματος έχει απαξιωθεί. Είναι οδυνηρή η διαπίστωση ότι ενώ ξοδεύτηκαν τερατώδη σε σχέση με τα μεγέθη της ποσά κατά τη περίοδο των «παχιών αγελάδων», η Ελλάδα δε μπόρεσε να δημιουργήσει εκείνο το ισχυρό στρατιωτικό εργαλείο που θα απέτρεπε κάθε προσπάθεια προσβολής των νόμιμων δικαιωμάτων της στον άξονα Θράκης – Αιγαίου – Κύπρου – Ανατολικής Μεσογείου. Σήμερα όμως χωρίς καμία καθυστέρηση απαιτείται η μεθοδική ενίσχυση της σε όλους τους τομείς με ιδιαίτερη φροντίδα στην χρησιμοποίηση της τεχνολογίας για την κατασκευή έξυπνων οπλικών συστημάτων και συστημάτων αντί-drone.
Κρίσιμος παράγοντας μιας τέτοιας εθνικής στρατηγικής αποτελεί η ενίσχυση του πατριωτισμού και του φρονήματος του λαού, που έχει πληγεί ανεπανόρθωτα από την κυριαρχία εθνομηδενιστικών αντιλήψεων που διατρέχουν κάθετα το σημερινό πολιτικό προσωπικό εξουσίας και συνολικά το «σύστημα παρακμής», που επιχειρεί την επιβολή ενός ιδιότυπου «νεοραγιαδισμού» στην ελληνική κοινωνία,.
Η συνέχιση της υποχωρητικής και κατευναστικής πολιτικής έναντι του τουρκικού επεκτατισμού και τυχόν αβελτηρία για την υλοποίηση μια νέας εθνικής στρατηγικής στην πράξη, με ελάχιστους όρους τους προαναφερόμενους, δε θα αποτελεί απλώς μια ακόμα λανθασμένη πολιτική του παρηκμασμένου πολιτικού συστήματος, αλλά θα εμπεριέχει και τα στοιχεία μιας ιστορικά μειοδοτικής πολιτικής, που μπορεί να επιφέρει σοβαρά πλήγματα και νέους εθνικούς ακρωτηριασμούς στον Ελληνισμό. Για αυτό δεν υφίσταται καν ως επιλογή για τον Ελληνισμό το δίλημμα του τίτλου.