Του Παρασκευά Μαγειρία
Φοιτητή του τμήματος Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών
Σημείο εκκίνησης το 2011. Η Ευρωζώνη διανύει τη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία της. Η κεντρική τράπεζα έχει αποτύχει στον στόχο της και η Ευρωζώνη «αμφιταλαντεύεται» μεταξύ αποπληθωρισμού και υπερπληθωρισμού. Ο Ευρωπαϊκός Νότος χρηματοδοτεί τα υπέρογκα ελλείμματα του με ομόλογα υψηλών επιτοκίων. Οικονομικοί αναλυτές στοιχηματίζουν στην κατάρρευση του Ευρώ. Η κρίση ήταν ολέθρια, όπως και η αρχική αντιμετώπιση της.
Κεντρικές τράπεζες σε χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία και Η.Π.Α είχαν αντιδράσει άμεσα στο ξέσπασμα της χειρότερης κρίσης από το μεγάλο Κραχ του 1929 μειώνοντας τα επιτόκια δανεισμού και τυπώνοντας πακτωλούς χρήματος για να αντιμετωπίσουν την ύφεση και τον αποπληθωρισμό.
Πηγαίνοντας κόντρα στη λογική, η Ε.Κ.Τ υπό τον Ζαν Κλοντ Τρισέ και ενώ η γείτων Τράπεζα της Αγγλίας (ΤτΑ) είχε ήδη τυπώσει «βουνά» χρήματος, ξεκίνησε να αυξάνει τα επιτόκια. Ξεκίνησε δηλαδή να χορηγεί πιο ακριβά δάνεια και έτσι περιόριζε τη ποσότητα χρήματος στην αγορά. Αυτή η αναντιστοιχία της πορείας των επιτοκίων μεταξύ των δύο τραπεζών ήταν ο λόγος για τον οποίο περίπου ένα εκατομμύριο Ευρωπαίοι μετανάστευσαν από την υπόλοιπη Ε.Ε στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Αυτή η σαθρή νομισματική πολιτική τελείωσε με τη λήξη της θητείας του Τρισέ και τον ερχομό του Ντράγκι. Με μόλις 8 μέρες στο τιμόνι της Ε.Κ.Τ ξεκίνησε τη πρώτη μείωση των επιτοκίων. Ακολουθήθηκαν και άλλες μειώσεις (εννέα για την ακρίβεια μέχρι σήμερα) με την εγκαινίαση αρνητικών επιτοκίων το 2014 κάνοντας πράξη το «οτιδήποτε χρειαστεί για τη διατήρηση του Ευρώ» που ειπώθηκε το 2012.
Πράξη το έκανε όχι τόσο με τα αρνητικά επιτόκια, αλλά με ένα μη συμβατικό μέτρο. Το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE), κατά το οποίο η Ε.Κ.Τ αγόραζε κρατικά και εταιρικά ομόλογα ακόμα και με αρνητικό επιτόκιο δίνοντας την ευκαιρία σε επιχειρήσεις ανά την Ευρωζώνη να αποκτήσουν πρόσβαση σε φθηνή ρευστότητα, πράγμα που ευθύνεται για τη δημιουργία 11 εκατ. θέσεων εργασίας. Δικαίως λοιπόν ο Ντράγκι πιστώνεται την μείωση της ανεργίας στα προ κρίσης επίπεδα. Χωρίς το QE κατά το οποίο διοχετεύτηκαν 2,7 τρισεκατομμύρια ευρώ στην αγορά πιθανώς τώρα να μη μιλούσαμε για Ευρώ αλλά για Γερμανικό μάρκο, λιρέτα, δραχμή κ.α.
Το πρόβλημα όμως του QE είναι ότι η Ε.Κ.Τ επί σχεδόν 4 χρόνια «έριχνε» χρήμα το οποίο έπρεπε να «μαζέψει» (σε μια μελλοντική περίοδο ανάπτυξης) ώστε να μη θεωρηθεί νομισματική χρηματοδότηση. Εκμεταλλεύτηκε δηλαδή την ανάπτυξη του μέλλοντος για να εξασφαλίσει την τρέχουσα. Αυτό αποτελεί πρόβλημα όταν η μελλοντική ανάπτυξη δεν είναι ικανοποιητική. Πράγματι δεν ήταν. Αντί αυτού, ούτε έναν χρόνο μετά τη λήξη του, ξεκίνησε (από 1/11) νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE2) για να ενισχύσει την ανάπτυξη (η οποία προβλέπεται 1,1% για φέτος) και τον πληθωρισμό (μόλις στο 1,2%, έναντι του στόχου: κοντά αλλά όχι στο 2%).
Όμως ο μεγαλύτερος υποστηρικτής της χαλαρής νομισματικής πολιτικής «παρέδωσε τη σκυτάλη» έπειτα από 2 θητείες, στη διάδοχο του Κριστίν Λαγκάρτ. Μαζί με το QE2 παρέδωσε και τα «όπλα», καθώς ότι «όπλο» εφηύρε τα τελευταία 8 χρόνια το χρησιμοποίησε.
Ο Ντράγκι αποτελεί την απόδειξη ότι η νομισματική πολιτική από μόνη της δεν αρκεί. Απόδειξη μεταξύ άλλων αποτελεί η πενιχρή ζήτηση από μεριάς των τραπεζών για νέα φθηνά δάνεια ακόμα και με αρνητικό επιτόκιο τα γνωστά TLTROs. Προτίθεται δηλαδή η Ε.Κ.Τ να δανείσει στις τράπεζες ένα ποσό “X” και να πάρει πίσω ένα “Y”, όταν το “Y” είναι μικρότερο του “X”, και οι τράπεζες αρνούνται. Όχι, δε τρελάθηκαν ξαφνικά οι τραπεζίτες. Απλώς αν ξέρουν ότι τα λεφτά που θα δανειστούν δεν θα τα διοχετεύσουν στην αγορά, επειδή δεν θα υπάρξει αξιόλογη ανάπτυξη, τότε δεν θα τα πάρουν. Πράγματι το πιστεύουν, όταν βλέπουν την Γερμανίδα καγκελάριο να ανακοινώνει ότι δεν πρόκειται η κυβέρνηση να ξοδέψει περισσότερα για να αντιμετωπίσει την ύφεση, όταν ο Σαλβίνι είναι πρώτο κόμμα στις δημοσκοπήσεις στην Ιταλία, όταν επίκειται ένα Brexit και όταν η τόσο φιλόδοξη ατζέντα του Μακρόν για την Ε.Ε. έχει μπει στο συρτάρι εξαιτίας των χωρών του Βορρά.
Καταλήγοντας, επόμενος Ντράγκι δε προβλέπεται να υπάρξει. Όχι γιατί η Λαγκάρντ δε θα ακολουθήσει πιστά την πολιτική του, αλλά γιατί η νομισματική πολιτική έχει φτάσει στα όρια της. Η Ευρωζώνη λοιπόν θα πρέπει να πάψει να αυτοκαταστρέφεται και να κάνει γενναία βήματα σύγκλισης γιατί ποτέ άλλοτε δεν ήταν λιγότερό προετοιμασμένη, για την επόμενη ύφεση που έρχεται.