*του Μικέλη Σωτ. Χατζηγάκη (αναδημοσίευση απο την «Εστία»)
Τις τελευταίες δεκαετίες διαδραματίζεται ένα σκληρό «μπρα ντε φερ» μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ για τον έλεγχο του ενεργειακού παιχνιδιού στην Ευρώπη. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν έχει, εδώ και καιρό, κάνει βασική του προτεραιότητα την επέκταση του ρωσικού αερίου στην Γηραιά ήπειρο και την εξάρτηση των ευρωπαίων από αυτό. Άλλωστε, ο Ρώσος πρόεδρος έχει αποδείξει (βλέπε Ουκρανία) πως δεν θα διστάσει να χρησιμοποιήσει την ενέργεια ως εργαλείο επίτευξης και των γεωπολιτικών του στόχων.
Από την άλλη πλευρά, οι ΗΠΑ, οι οποίες βλέπουν με ιδιαίτερη ανησυχία την σταδιακή εξάπλωση της ρωσικής ενέργειας στην Ευρώπη, προσπαθούν να την αναχαιτίσουν με κάθε τρόπο. Πρόσφατα, και σε μια άνευ προηγουμένου κίνηση, η Αμερικανική Γερουσία πέρασε νομοσχέδιο (σύντομα αναμένεται να επικυρωθεί και από το Κογκρέσο) που θα επιτρέπει στο Υπουργείο Οικονομικών να επιβάλλει κυρώσεις σε ξένες εταιρίες που επενδύουν σε ρωσικούς αγωγούς. Ωστόσο, αυτή η πολίτική εξόργισε τους ευρωπαίους πολιτικούς και τις ευρωπαϊκές εταιρίες ενέργειας και οδήγησε τον Γερμανό υπουργό εξωτερικών, Σίγκμαρ Γκάμπριελ, να δηλώσει εκνευρισμένος πως «η παροχή ενέργειας στην Ευρώπη είναι Ευρωπαϊκό και όχι Αμερικάνικο ζήτημα.»
Στην παρούσα φάση, το παιχνίδι των αγωγών εστιάζεται στο γήπεδο του ρωσικού αγωγού Nord Stream 2 (NS2) που θα μεταφέρει αέριο απευθείας από την ρωσική ακτή της Βαλτικής στο γερμανικό λιμάνι Γκρέιφσβαλντ. Πολλά ανώτατα στελέχη της γερμανικής κυβέρνησης βλέπουν αυτό τον αγωγό με θετική ματιά καθώς θα μειώσει τα κόστη για τους καταναλωτές και θα ισορροπήσει την πτώση του αερίου από τις μειωμένες πηγές της Βόρειας θάλασσας. Από την άλλη πλευρά δεν είναι και λίγοι εκείνοι που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τον Nord Stream 2 (NS2), καθώς η Ρωσία ήδη ελέγχει το 34% της αγοράς φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Όπως έγραφε και ο Economist, το ντιλ Γερμανίας – Ρωσίας «μυρίζει άσχημα στην Αμερική.»
Η εξασθένιση, όμως, του πολιτικού και ηθικού στάτους της Αμερικής λόγω Τραμπ έχει μειώσει αρκετά την δυνατότητα παρέμβασης της υπερδύναμης. Μέρκελ και Μακρόν έχουν ανοιχτά αποδοκιμάσει τον Αμερικανό Πρόεδρο (π.χ. για τις θέσεις του για την κλιματική αλλαγή και το διεθνές εμπόριο). Είναι σαφές ότι δεν υπάρχει ούτε «χημεία» ούτε το παλιότερο κλίμα συνεργασίας. Μπορεί, λοιπόν, πρόσφατα ο πρόεδρος Τραμπ να ξεδίπλωσε το σχέδιο του για επέκταση του αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) στην Ευρώπη (αναλυτικό ρεπορτάζ της «Εστίας» στις 05/07 και στις 02/07), όμως η Γερμανίδα Καγκελάριος και ο Γάλλος Πρόεδρος δεν φάνηκαν να συγκινούνται ιδιαίτερα.
Σήμερα, με αιχμή την ενέργεια, βρισκόμαστε σε ένα κομβικό σημείο για την διπλωματική πολιτική της Ευρώπης. Οι Ευρωπαίοι φαίνεται να απομακρύνονται από τις ΗΠΑ, τον βασικό μεταπολεμικό τους σύμμαχο. Για κάποιους η εκλογή Τραμπ μπορεί να αποτελέσει θρυαλλίδα εξελίξεων και να οδηγήσει σε μεγάλη στροφή της Ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής. Για κάποιους άλλους ο Τραμπ δίνει την τέλεια δικαιολογία στους ευρωπαίους να κάνουν αυτό που από καιρό ήθελαν να κάνουν, δηλαδή να μειώσουν την επιρροή των ΗΠΑ στην ήπειρο τους. Όπως και να έχει πάντως το ζήτημα, τα επόμενα χρόνια προβλέπεται να σημειωθούν σημαντικές εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή διπλωματία που θα έχουν άμεσο αντίκτυπο και στις εσωτερικές σχέσεις εντός Ευρώπης. Εξάλλου λόγω των αναταράξεων στην Τουρκία και στην Μέση Ανατολή και λόγω της κομβικής γεωπολιτικής της θέσης, η Ελλάδα ενδεχομένως να βρεθεί και στο επίκεντρο αυτής της σύγκρουσης. Για αυτό η Ελληνική πολιτική ηγεσία θα πρέπει να προνοήσει και να σκεφτεί πολύ προσεκτικά πως θέλει να κινηθεί όταν τα κύματα ακουμπήσουν την πλώρη μας.
*Ο Μικέλης Χατζηγάκης είναι οικονομολόγος – πολιτικός επιστήμων (LSE, Tufts). Σήμερα είναι μεταπτυχιακός φοιτητής στην Σχολή Κέννετυ του Χάρβαρντ.